- ἐκδήμῳ
- ἔκδημοςaway from homemasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκδημώ — (AM ἐκδημῶ, έω) 1. βρίσκομαι ή πηγαίνω σε ξένη χώρα, ξενιτεύομαι 2. φρ. «ἐκδημῶ πρὸς Κύριον» πεθαίνω αρχ. 1. είμαι εξόριστος 2. ταξιδεύω, οδοιπορώ … Dictionary of Greek
ἐκδημῶ — ἐκδημέω to be abroad pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐκδημέω to be abroad pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐκδημέω to be abroad pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐκδημέω to be abroad pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεκδήμητος — ἀνεκδήμητος, ον (Α) [εκδημώ] (για ημέρα) ακατάλληλος, μη ευνοϊκός για αποδημία … Dictionary of Greek
προεκδημώ — έω, ΜΑ αποδημώ, ξενιτεύομαι προηγουμένως μσν. μτφ. (για μοναχό) απαρνούμαι τα εγκόσμια («οἶς ἔργον προεκδημῆσαι τοῡ σώματος καὶ ζῶντας τεθνάναι καὶ σώφρονι μανίᾳ τινὶ μεταφοιτᾱν πρὸς τὰ κρείττονα», Θεοφύλ. Σ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκδημῶ… … Dictionary of Greek